Κάποιες φορές αναρωτιέμαι, "Συνέβησαν στ’ αλήθεια όλα αυτά ή μήπως μόλις ξύπνησα από ένα μακρύ και σκοτεινό όνειρο;"
Όταν χαλαρώνω στην πολυθρόνα μου και κλείνω τα μάτια, μου έρχονται στο μυαλό οι εικόνες των τελευταίων έξι μηνών. Συνάντησα τη μητέρα μου για πρώτη φορά έπειτα από δέκα χρόνια. Την έφερα από την Αφρική στη Βιέννη για να τη δουν κάποιοι γιατροί, επειδή ήταν πολύ άρρωστη και υπέφερε από σοβαρές κράμπες στην κοιλιακή χώρα. Η αιτία ήταν άγνωστη. Της έδειξα τη Βιέννη όπως την ήξερα εγώ και προσπάθησα να της μιλήσω για τις διαφορές μας. Όλα αυτά πήραν μια τροπή που ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ, ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου.
Όταν πια έφυγε η μητέρα μου, ένιωσα εξαντλημένη και άδεια. Δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου -το θρήνο, το θυμό και τον πόνο μου. Από μια τυχαία σύμπτωση βρέθηκα στη Νότια Αφρική. Αγόρασα ένα μικρό σπίτι εκεί και σιγά σιγά κατέληξα στη απόφαση να γράψω τις εμπειρίες μου από τους τελευταίους μήνες. Ήθελα να καταλάβω τι είχε συμβεί και να βρω έναν τρόπο να προσεγγίσω και πάλι τη μητέρα μου. Ήθελα να βγάλω από μέσα μου τη θλίψη που με βάραινε.
Το γράψιμο οδήγησε στη δημιουργία του πιο προσωπικού βιβλίου που έγραψα ποτέ -ενός μακροσκελούς γράμματος προς τη μητέρα μου. Σ' αυτό της λέω όλα όσα δεν μπόρεσα να της πω από κοντά τον καιρό που έμεινε στη Βιέννη, πράγματα που δεν έχω εκμυστηρευτεί σε κανέναν μέχρι τώρα. Το γράμμα αυτό δεν αποτελεί ένα κατηγορώ. Ταυτόχρονα όμως είναι κάτι παραπάνω από ένας εξαγνισμός της ψυχής μου. Είναι μια δήλωση αγάπης. Μια δήλωση αγάπης μιας κόρης προς τη μητέρα της.
|
|