Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή, κάθε λέξη της. Εκείνο το καλοκαίρι συνέβησαν ένα σωρό φρικτά πράγματα απ' αυτά που διαβάζουμε στις εφημερίδες και κάνουμε το σταυρό μας και φτύνουμε στον κόρφο μας και λέμε «Δόξα τω Θεώ, είμαι μια χαρά», ένα σωρό φρικτά πράγματα που βαθιά μέσα μας πιστεύουμε ότι θα συμβαίνουν πάντοτε στους άλλους και ποτέ σ' εμάς.
Και αν κάποτε όλα αυτά συμβούν σ' εμάς; Γιατί συνέβησαν σ' εμάς, στη Μύκονο, εκείνο το καλοκαίρι. Σ' εμένα, μια συνηθισμένη μαμά δύο αγαπημένων αλλά αντιπαθητικών παιδιών, παλιά υπάλληλο βιβλιοπωλείου και τώρα «ένδοξη ιδιοκτήτρια» βίλας στον Ορνό, στον Mπρετ, το θεϊκό τεκνό της Μυκόνου για εκείνο το καλοκαίρι, τον ένδοξο επιβήτορα, και στην Αντιγόνη, υψηλή ιέρεια της Εκάλης, μητέρα τριών υπερκινητικών παιδιών και ένδοξη κληρονόμο πολλών τονάζ.
Όλα κατέρρευσαν σ' ένα διάστημα είκοσι ημερών. Κανείς δεν ανησύχησε ποτέ για μας. Κανείς δεν ανησύχησε όταν εγώ τα έφτιαξα με τον Mπρετ. Κανείς δεν ανησύχησε όταν ο Mπρετ πηδώντας προκάλεσε ρήξη του κόλπου στην τέως βιζιτού, νυν πρώτη κυρία enfant gate οικογένειας της Ελλάδας. Κανείς δεν ανησύχησε όταν κλειστήκαμε με την Aντιγόνη και τον Mπρετ για ένα μήνα σε μια βίλα στη Ριβιέρα, όπου σε μια παραζάλη κόκας και έρωτα όλα μπορούν να συμβούν. Κανείς δεν ανησυχούσε ποτέ για μας, κι αυτό είναι το τρομακτικότερο απ' όλα. Κανείς δεν ανησυχεί γι' αυτό το χέρι που παραμονεύει πάντα κάτω απ' το κρεβάτι μας, να μας τραβήξει και να μας παρασύρει στην άβυσσο. Κανείς δεν ανησυχεί για ανθρώπους που περνούν καλά. Και εμείς περνούσαμε καλά, ήμασταν στη Μύκονο, έτσι δεν είναι;
Το βιβλίο αυτό αφορά εσάς που έχετε το θάρρος να πείτε ότι δεν περνάτε καλά. Όσο για τους άλλους, αυτούς τους αντιπαθητικούς που προσπαθούν να μας θαμπώνουν συνέχεια με τις δήθεν τέλειες ζωές τους, τους τέλειους γάμους τους, που είναι σκατά, τα τέλεια παιδιά τους, που είναι κωλόπαιδα, και τα δήθεν λεφτά που έχουν, και στην πραγματικότητα δεν έχουν, αυτοί ας το αφήσουν αμέσως κάτω και frankly: GO TO HELL!
«Όταν μπήκα στο High Speed για να πάω στη Μύκονο εκείνο το καλοκαίρι ήμουν μια βολεμένη μαμά, έσερνα μαζί μου δύο σκυλιά, ένα ιγκουάνα, ένα εννιάχρονο, μία δεκατριάχρονη και μία δύσμοιρη Φιλιππινέζα, την Εσμεράλντα, που η υποτακτικότητά της μου προκαλούσε νευρικούς σπασμούς έσερνα μαζί μου το βάρος μιας ζωής που δεν ήταν καλύτερη ή χειρότερη από τις υπόλοιπες. (...)
»Στο τέλος του καλοκαιριού ήμουν μια αγαπημένη προδότρια, μια παρείσακτη, είχα ξεφορτωθεί τα σκυλιά, είχα δολοφονήσει το ιγκουάνα, είχα απολύσει τη Φιλιππινέζα· όσο για τον εννιάχρονο και τη δεκατριάχρονη, ήταν ήδη φορτωμένα σε πτήση για εσωτερικό σχολείο στην Ελβετία».
|
|