«Στους πρόποδες του φεγγαριού, εκεί που απλώνονται βαθιές κοιλάδες κι ατέλειωτα δάση, ανταμώναμε μυστικά απ' όλους. Μοιράζαμε το όνειρο, κλείναμε τ' αφτιά στις κραυγές της άγουρης σάρκας, κυνηγούσαμε το άπιαστο. Η άνοιξη πήγαινε κι ερχότανε κι εμείς λιωμένοι στη φωτιά της αγάπης αγρυπνούσαμε». Ποτέ η καρδιά του ερωτευμένου δεν ηρεμεί και δεν καταλαγιάζει. Είναι σαν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που, ακόμα κι αν κοπάσουν οι άνεμοι και πέσει άπνοια και ξηρασία τριγύρω, αυτή θα συγκρατεί στα βάθη της την ορμητική κίνηση. Κι είναι γελασμένοι όσοι την κρίνουν απ' τη γαλήνη της επιφάνειας και την ημεράδα της εξωτερικής όψης. Οι θάλασσες, όπως κι οι έρωτες, κρύβονται, για να μην τους θωρούν οι αμύητοι κι όσοι δεν έχουν περπατήσει ποτέ στους πρόποδες του φεγγαριού, μια νύχτα με πανσέληνο.
|
|