Σαν τ΄ άρωμα του γιασεμιού το δείλης Ξάπλωνε στο νυφικό κρεβάτι, σήκωνε τα χέρια πίσω και άρπαζε τα κάγκελα της κεφαλαριάς. Λύγιζε προς τα πάνω, άνοιγε τα γόνατα και βογκούσε. Προσποιόταν πως την κρατούσαν οι πόνοι της γέννας. Μέσα από τις διηγήσεις της Αννεζούς, κατάφερε και μέτρησε όλους όσους γεννήθηκαν σ΄ εκείνο το κρεβάτι. Ύστερα έκλεινε τα μάτια, σταύρωνε τα χέρια στην κοιλιά και προσποιόταν τη νεκρή. Αφουγκραζόταν τους θρήνους των γυναικών και μυριζόταν τα γιασεμιά, το λασμαρί, τη μαντζουράνα και τες βασιλιτζιές, που κάλυπταν το μιζαρωμένο σώμα. Με κλειστά τα μάτια άκουε τα βαριά βήματα του αφέντη που ερχόταν στη νυφική παστάδα. Μετρούσε σιωπηλά τα δευτερόλεπτα όσο αυτός να βγάλει τις ποδίνες του και ταυτιζόταν με την τρομαγμένη νιόνυφη, όταν ο νηστικός λύκος κατασπάρασσε την παρθενιά της.
|
|