Με κλειστά παράθυρα στο τώρα κι ολάνοιχτες πόρτες, καρδιές και αγκαλιές στο χτες, μαζεύουν και απλώνουν τη ζωή τους. Όπου τους βράχηκε, κοντοστέκονται κομμάτι, την προσμένουν να στεγνώσει στον ήλιο του μεσημεριού. Όπου ένα δάκρυ, το φυσάνε κι έφυγε. Όπου ένας λυγμός, τον σκεπάζουν να μην ακούγεται. Όπου ένα τριαντάφυλλο, σκύβουν και το μυρίζουν. Όπου ένα μπουμπούκι, το καρτεράνε για ν' ανθίσει. Όπου μια υπόσχεση, κρατάνε την αναπνοή τους ώσπου να σιγουρευτούνε πως κρατήθηκε.
Κρατήθηκαν στο κύμα, τον άνεμο, το βοριά, και επέζησαν! Άντεξαν στην πλημμύρα, την παγωνιά, την ξηρασία, και επέζησαν! Φυλάχτηκαν απ' τον κεραυνό· δεν έμειναν ώρα στη βροχή. Άναψαν το κερί τους στο σκοτάδι είδαν, δε σκουντούφλησαν, δεν έπεσαν, δε μάτωσαν. Επέζησαν! Κράτησαν όλους τους φίλους. Έκαναν και τον εχθρό τους φίλο. Άγνωστος δεν τους έριξε κανείς. Επέζησαν!
Τώρα τις μέρες τους κρατούν στητές· τις νύχτες τους παίζουν στα ζάρια και μετρούν και υπολογίζουν -προσθέτουν, αφαιρούν- για να δουν πώς έζησαν.
|
|