Πόσο κρατάει ένα καλοκαίρι; Γιατί εκείνο ειδικά το καλοκαίρι φαινόταν ατελείωτο; Γιατί τα δάχτυλα του εντεκάχρονου Νικόλα πίεζαν την ψίχα και την έκαναν ζυμάρι; Ίσως γιατί ένας πόλεμος φυσούσε από μακριά και έσερνε μαζί του κι έναν άλλο φόβο, αυτόν της ενηλικίωσης. Όλα αυτά μέσα σε παρέες όμοιες συμμορίες, με αρχηγούς επικούς, που τρεχοβολούσαν στα καλντερίμια του χωριού και φόβιζαν τα τζιτζίκια. Τα ξύλα, οι σαΐτες, τα τόξα, ένα κουρεμένο κεφάλι, ένα όμορφο φουστάνι, ο έρωτας: μνημεία του καλοκαιριού και μιας εποχής ανεξίτηλης. Τότε που, ενώ τα κουκουνάρια έσκαζαν τα μεσημέρια απ' τη ζέστη σαν χειροβομβίδες, τα ραδιόφωνα παιάνιζαν εμβατήρια.
Πάντα στο ξεψύχισμα του Αυγούστου έπιαναν τα πρωτοβρόχια. Ήταν το καλοκαίρι του 1974...
|
|