ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΒΑΛΕ Ο ΠΑΝΑΓΗΣ τα 'χε ζήσει καταγής. Μες στο μούρκι του παππού του στον Λειμώνα, μια κοιλάδα εύφορη, στο ξεψύχισμα του ποταμού, δίπλα στη θάλασσα, μακριά απ' τον κόσμο, μια ώρα δρόμος μέσα απ' τα βουνά η πιο κοντινή πόλη, είκοσι λεφτά ποδαρόδρομος το διπλανό χωριό, εκεί πέρασε όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, μα και Χριστουγεννόσκολα και Πάσχα κάθε χρόνο εκεί ήτανε, μέσα σ' εκείνο το μούρκι που 'χε στο έμπα του έναν δρυ, θεριό ολάκερο, με τις κλαδούρες του να διαφεντεύουνε αθρώπους και ζωντανά από κάτω...
Πέρσι τις Απόκριες τον Παναγή τον έπιασε η κρίση. Η νευρική. Διότι, εντελώς τυχαία, εκεί που κάθισε σιμά σε μια παρέα να πιει μαζί τους το ρακί του, πήρε τ' αυτί του μερικές κουβέντες τους για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, οι οποίες δεν τ' άρεσαν διόλου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|
|