Μάζεψε ο γέρος όσες ψυχικές δυνάμεις του απόμειναν, σφούγγισε τα μάτια, πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε για λίγο προς τα πάνω σα να 'θελε ν' αντλήσει δυνάμεις απ' το αιωνόβιο δέντρο και με φωνή παλλόμενη σαν τις χορδές της λύρας συνέχισε:
- Θυμάσαι τη γυναίκα που σου χάρισε χρυσό σταυρό στο γάμο σου; Θυμάσαι τη γυναίκα που σ' αγκάλιασε και δεν έλεε να σ' αφήσει; Κυρά Χρυσή την είπαμε τότε. Είπες πως ένιωσες ότι εκείνη η γυναίκα σ' αγαπά. Ναι, η γυναίκα που σου κρέμασε χρυσό σταυρό στο λαιμό, για να σε φυλάει, η γυναίκα που ένιωσες την καρδιά της να κτυπά στους ίδιους ρυθμούς με τη δική σου, η γυναίκα που διαισθάνθηκες πως σ' αγαπά ατέλειωτα, ήταν η Μαρίνα, η γυναίκα που σε γέννησε και σου 'δωσε το πρώτο γάλα απ' τα στήθη της... η μάνα σου!
Χωμένο το χέρι της Φωτεινής στη απαλάμη του γέρου μετέφερε σαν σεισμογράφος τους παλμούς της τρικυμισμένης ψυχής της.
|
|