Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα κι ο Ευαγόρας επιβιβάζεται για ένα ταξίδι επιστροφής στην Κύπρο. Ο Ονήσιλος, ο πατέρας του, πεθαίνει και το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή να συναντήσει ανθρώπους από ένα παρελθόν με το οποίο αρνούνταν χρόνια να αναμετρηθεί. Η Αφροδίτη, η αδελφή του, που τούρκεψε, ο σύζυγός της και παιδικός του φίλος Αττίλα, η μεγάλη και η μικρή Αρσινόη, η Κάθριν και ο πατέρας της, η Άννα, η γριά Κιουρφερέ, ενωτικοί, ανθενωτικοί, Τούρκοι, Έλληνες, σε μια αυλή μαζεύονταν όλοι, κι ύστερα... όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους αλλού, σαν να μην ήθελαν να δουν. Στην ίδια αυλή πάλι, με το χρόνο να έχει ξεπλύνει το κόκκινο της νιότης, με τα φαντάσματα των αγνοουμένων να περιπλανώνται, τις σκονισμένες πινακίδες «Δεν ξεχνώ» σκόρπιες εδώ κι εκεί, καλούνται τώρα να αναμετρηθούν, να προσμετρήσουν κέρδη και απώλειες, να καταλήξουν, ίσως, σε μια πιο σοφή αφαίρεση. Τώρα που τα όνειρα διαψεύστηκαν, που τα πάθη έμειναν αφιερώσεις στα κοριτσίστικα λευκώματα, που το όνειρο της ένωσης ασθμαίνει ακόμα στις κιτρινισμένες σημειώσεις ενός προδομένου αγωνιστή, υπάρχει άραγε κάτι που να μπορεί ακόμα να σωθεί;
|
|