Εκείνο το απόγευμα, κάθονταν στο μόλο, πάνω στα δίχτυα των ψαράδων. Της είχε προτείνει ο Λουκάς να καθίσουν να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα. Η Λένα μύριζε τον αέρα, ανάσαινε την αλμύρα της θάλασσας και ρουφούσε τα λόγια του με ακόρεστη δίψα. «Μακάρι να μπορούσες να το δεις, Λενιώ…». «Το βλέπω, Λουκά. Το βλέπω μέσα από σένα. Εσύ είσαι τα μάτια μου».
Ο Λουκάς και η Λένα, η τυφλή φίλη του, αγαπιόνταν από παιδιά. Ονειρεύονταν να παντρευτούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι στο χωριό τους. Αλλιώς, όμως, τα ’φερε η τύχη… Τριάντα χρόνια αργότερα, οι ίδιοι πρωταγωνιστές θα ξανασυναντηθούν κάτω από πολύ ιδιόμορφες συνθήκες, σε διαφορετικούς ρόλους αυτή τη φορά. Άραγε, άντεξε στο χρόνο εκείνη η αγάπη; Μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, έρωτα και πάθους, μέσα από δυο μάτια που δεν είδαν ποτέ το φως του ήλιου.
|
|