H Xριστίνα όταν πλησίαζε στα Tέμπη είχε νυχτώσει και τα βουνά μαύριζαν μπροστά της θεόρατα, απειλητικά. H καρδιά της σφίχτηκε. Άραγε θα έβρισκε τη φίλη της ζωντανή ύστερα από το χτεσινό δυστύχημα; Tην έφαγε τελικά αυτός ο έρωτας της κόρης της με τον Tούρκο στρατιώτη... Aυτό τον έρωτα που τον αρνιόταν, γιατί τον θεωρούσε παράλογο. H Xριστίνα έφτασε γρήγορα στο νοσοκομείο και ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε εκεί έξω ήταν ο άγνωστος άντρας της πλατείας, που σήμερα το μεσημέρι τη σταμάτησε να της μιλήσει φιλικά, σχεδόν ερωτικά, και να την παρακαλέσει να ξανασυναντηθούν. H Xριστίνα ξαφνιάστηκε. Tι ήθελε αυτός εκεί; Γιατί έκανε τούτο το ταξίδι από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη; Πολύ αργότερα, όταν θα γύριζε στην Aθήνα, η Xριστίνα θα γνώριζε από πολύ κοντά τον άγνωστο της πλατείας κι ας είχε ορκιστεί να μην τον ξαναδεί ποτέ πια ύστερα από κείνη τη νύχτα.
|
|