«Ως μάνα, τη γνώριζε καλύτερα από τον καθένα και ήξερε καλά ότι κάπου μέσα στο παιδί της υπήρχε μια ανεξάντλητη πηγή αγάπης και ευαισθησίας. Ήταν σίγουρη ότι κάποια μέρα θα το έβλεπε και η κόρη της αυτό και τότε θα σταματούσε να τιμωρεί τον εαυτό της για πράξεις άλλων. Έπειτα, όλα εδώ πληρώνονται, σε αυτή τη ζωή. Όμορφα ή άσχημα. Η Μελίνα από πολύ νωρίς είχε αρχίσει την εξόφλησή της και είχε αποδείξει ότι ήταν αξιόπιστη. Τώρα πια δεν της έμενε παρά να απολαύσει ό,τι δημιούργησε».
Η Μελίνα παντρεύτηκε τον Βασίλη όχι γιατί τον ερωτεύτηκε τρελά, αλλά γιατί της υποσχέθηκε ότι θα της πρόσφερε μια ζωή γεμάτη ηρεμία και ασφάλεια. Ότι θα βρισκόταν πάντα στο πλευρό της. Ότι δε θα την άφηνε ποτέ μονάχη. Κι εκείνη τα είχε απόλυτη ανάγκη όλα αυτά, για να βγει από τους σκοτεινούς δαιδάλους που την είχε οδηγήσει ένα βασανιστικό μυστικό... Η Μελίνα πίστευε ότι είχε χάσει πια την ψυχή της. Ότι τίποτα δε θα μπορούσε να ζωντανέψει τα νεκρά συναισθήματά της. Ότι ο έρωτας, που τόσο απεγνωσμένα είχε προσπαθήσει να νιώσει, δε θα χτυπούσε ποτέ την πόρτα της καρδιάς της. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να λέει κανείς «ποτέ». Μόνο που η μοίρα είχε άλλα σχέδια για τη Μελίνα. Γιατί ναι μεν της έφερε τον έρωτα στο πρόσωπο του Ορέστη, το τίμημα όμως ήταν πολύ βαρύ…
|
|