"Την τράβηξε στην αγκαλιά του κι ένιωσε το κορμί της να τρέμει. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και το στόμα του ρούφηξε τα φιλιά της χωρίς να χορταίνει. Την πήρε στα χέρια του και την πήγε πίσω από μια συστάδα θάμνων. 'Ετσι, χωρίς μιλιά, σαν άγρια ζώα, αναζήτησαν ο ένας τον άλλο. Οι ανάσες τους έμοιαζαν με λόγια που ήθελαν να πουν για τη φωτιά που τους έκαιγε κι οι φωνές που δεν έβγαιναν από μέσα τους κατέληγαν σε μια βουβή βία. Τα κορμιά τους είχαν παραδοθεί σε μια τρικυμία και πάλευαν να κρατηθούν στην επιφάνεια. Κι όταν πια παραδόθηκαν στο κύμα κι αφέθηκαν να σπαρταράνε, ήταν σαν ν' άφηναν την τελευταία τους πνοή..."
|
|