Το βιβλίο μου πίστευα πως ήθελα να το γράψω για πολλούς λόγους: Σαν μνημόσυνο για τους σκοτωμένους μου, σαν σιωπηλό μοιρολόι, σαν κλάμα που στάλαζε γραμμή από την ψυχή μου, σαν ξέσπασμα στο παράπονο γιατί αναγκάστηκα να περάσω τόσο φοβερά παιδικά χρόνια και να ζήσω τρέχοντας κι όχι αργά και φυσιολογικά. Να ξεριζωθώ και να ζω σε ξένη χώρα φιλόξενη αλλά μακρινή κι αλλόφυλη.
Σαν παράκληση στους ανθρώπους της προόδου, ώστε να κάνουν το παν για να μην έρχονται ποτέ και πουθενά τέτοια φοβερά χρόνια. Σαν γέλιο πικρό και ειρωνικό στους θύτες, όταν και όποτε προσπαθούνε και αποτολμούνε να βγούνε θύματα.
Τελικά, πίστεψα πως είχα υποχρέωση να το γράψω σαν ελάχιστη ανταπόδοση στην πολύτιμη και συνάμα βαριά κληρονομιά που μου αφήσανε οι σκοτωμένοι μου γονείς και τ' αδέρφια μου. Τη ζωή τους τη χαρίσανε όπου εκείνοι πιστεύανε πως έπρεπε. Αδιαφιλονίκητο δικαίωμα τους. Σε μένα όμως, είτε το 'θελα είτε όχι, αφήσανε το σκοτωμό τους. Έτσι αποφάσισα να γράψω ρωτώντας κι όλους όσους δεχτήκανε και δέχονται την ίδια με μένα κληρονομιά, όπου κι αν βρίσκονται, είτε στην πατρίδα μου είτε στη Χιλή είτε στη Νικαράγουα είτε στο Λίβανο είτε στην Αφρική, ή όπου αλλού. Τι θα την κάνουμε αυτή μας τη βαριά κληρονομιά; Μέτρο να μετράμε το μίσος, αίμα να ποτίζουμε την εκδίκηση, ή μαχητή ακούραστο και φύλακα ακοίμητο της Ειρήνης;
|
|